- ἐλαφύρευσεν
- λαφυρεύωplunderaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαφυρεύω — (Α) [λάφυρον] λεηλατώ, διαγουμίζω, αρπάζω λάφυρα («καὶ ἐλαφύρευσεν πᾱς ὁ λαός... ἐφ ἡμέρας τριάκοντα», ΠΔ) … Dictionary of Greek